Τα χαρακτηριστικά που μπορούν να χαρακτηρισθούν ως τεχνογνωσία προσδιορίζονται από το άρθρο 1 παρ. 3 στοιχ. β του Κανονισμού ΕΟΚ 4087/1988 σύμφωνα με το οποίο οι πληροφορίες που συνιστούν την τεχνογνωσία πρέπει να είναι εμπιστευτικές, ουσιαστικής σημασίας και προσδιορισμένες. Ειδικότερα:
Εμπιστευτικές είναι εκείνες οι πληροφορίες, που, ως σύνολο, δεν είναι ευρύτερα γνωστές ούτε εύκολα προσπελάσιμες από τρίτους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι καθεμία από αυτές θα πρέπει να είναι τελείως άγνωστη ή απρόσιτη εκτός της επιχείρησης του Δικαιοπαρόχου. Σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό η αξία της τεχνογνωσίας έγκειται στην πρωτοτυπία και αποτελεσματικότητα που μπορεί να παρουσιάζει για τη λειτουργία μιας επιχείρησης μια συγκεκριμένη συγκέντρωση και διαμόρφωση εμπορικών πληροφοριών, οι οποίες ως αυτοτελείς μονάδες μπορεί να μην αποτελούν εμπορικά απόρρητα. Mέρος της αξίας αυτής συνίσταται στη χρονική υπεροχή, την οποία αποκτά ο Δικαιοδόχος μετά την παραχώρησή της έναντι άλλων ανταγωνιστικών επιχειρήσεων.
Ουσιαστικής σημασίας είναι πληροφορίες σημαντικές για την πώληση προϊόντων ή για την παροχή υπηρεσιών της αλυσίδας που παρέχουν στον Δικαιοδόχο ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, δηλαδή επιτρέπουν τη βελτίωση της ανταγωνιστικής του θέσης με τη βελτίωση των επιδόσεων της επιχείρησής του ή την προώθηση της εισόδου του σε μια νέα αγορά. Η βελτίωση της αποδοτικότητας του Δικαιοδόχου αποτελεί και το λόγο για τον οποίο αυτός αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει τα οικονομικά ανταλλάγματα που του ζητούνται για την είσοδο και παραμονή στο δίκτυο.
Προσδιορισμένες είναι οι πληροφορίες εκείνες που έχουν εξειδικευθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί, αφενός εάν ο Δικαιοπάροχος εκπλήρωσε την υποχρέωσή του να παράσχει στον Δικαιοδόχο εμπιστευτικές και ουσιαστικής σημασίας πληροφορίες, αφετέρου εάν ο Δικαιοδόχος εκπλήρωσε την υποχρέωσή του να μην γνωστοποιήσει τις πληροφορίες αυτές σε τρίτους (υποχρέωση απορρήτου, που επιβάλλεται από το άρθρο 3 παρ. 2 στοιχ. α του Κανονισμού ΕΟΚ 4087/1988) και να μη χρησιμοποιεί την τεχνογνωσία του Δικαιοπάροχου για άλλους σκοπούς πλην της λειτουργίας του καταστήματός του (υποχρέωση που επιβάλλεται από το άρθρο 3 παρ. 2 στοιχ. δ του Κανονισμού ΕΟΚ 4087/1988). Πέραν των ανωτέρω, η ακριβής καταγραφή της τεχνογνωσίας εξασφαλίζει τον Δικαιοδόχο ότι δεν θα εξακολουθεί να υπέχει την υποχρέωση απορρήτου ή την υποχρέωση μη εκμετάλλευσης της τεχνογνωσίας εάν αυτή καταστεί ευρύτερα γνωστή καθώς και ότι δεν θα περιορισθεί αδικαιολόγητα από τον Δικαιοπάροχο να εκμεταλλευθεί τις βελτιώσεις δικής του επινόησης που τυχόν επέφερε στην τεχνογνωσία (άρθρο 3 παρ. 2 στοιχ. β του Κανονισμού ΕΟΚ 4087/1988).
Η τρίτη αυτή προϋπόθεση επιβάλλει στον Δικαιοπάροχο να συγκεκριμενοποιεί και να καταγράφει τόσο την αρχική τεχνογνωσία του, όσο και κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση, που είναι σύμφωνη με τις επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις και με τις μεταβολές της αγοράς.
Η περιγραφή της τεχνογνωσίας μπορεί, είτε, να γίνεται στη σύμβαση δικαιόχρησης, είτε σε άλλο κείμενο (συνήθως στο Εγχειρίδιο Λειτουργίας), είτε να έχει οποιαδήποτε άλλη ενδεδειγμένη μορφή.
Κρίσιμο παρουσιάζεται το ερώτημα ποια είναι η τύχη της σύμβασης franchise εάν η τεχνογνωσία του Δικαιοπαρόχου δεν είναι εμπιστευτική ή ουσιαστικής σημασίας ή εάν αυτή δεν περιληφθεί είτε στη σύμβαση δικαιόχρησης είτε σε άλλο έγγραφο στο οποίο ρητά αυτή παραπέμπει. Η απάντηση έχει ήδη δοθεί από αλλοδαπά Δικαστήρια, τα οποία έχουν θεωρήσει τα παραπάνω ως λόγο ακυρότητας της σύμβασης. Στο ελληνικό δίκαιο όποια εκδοχή και αν υιοθετηθεί (είτε της ακυρότητας της σύμβασης -κυρίως λόγω αντίθεσης στα χρηστά ήθη- είτε της ακυρωσίας της -λόγω πλάνης ή απάτης- είτε της αδυναμίας εκπλήρωσης της παροχής-η οποία θα είναι υπαίτια), πρέπει να τονισθεί ότι έχει βαρύτατες συνέπειες για τον Δικαιοπάροχο, ιδιαίτερα εάν η επιχείρηση του Δικαιοδόχου υπήρξε ζημιογόνος, διότι επιτρέπει στον τελευταίο να διεκδικήσει την αποκατάσταση της ζημίας του. Το θέμα δεν έχει ακόμα αχθεί ενώπιον της ελληνικής Δικαιοσύνης, είναι όμως ιδιαίτερα κρίσιμο, δεδομένου ότι στην Ελλάδα το franchise αντιμετωπίζεται ακόμα ως μία εύκολη λύση αύξησης των κερδών μιας επιχείρησης, πρόκληση στην οποία πολλοί επιχειρηματίες ενδίδουν βιαστικά, χωρίς να εξετάζουν προσεκτικά εάν, πράγματι, πληρούν τις προϋποθέσεις και χωρίς να προετοιμάζονται κατάλληλα. Στο τελευταίο συμβάλλει και το κόστος που συνεπάγεται η συνεργασία με εξειδικευμένους συμβούλους, οι οποίοι θα αποφανθούν εάν υφίσταται τεχνογνωσία και θα προβούν στη συγκέντρωση και καταγραφή των πληροφοριών που τη συνιστούν.
Είναι καταφανές μετά τα παραπάνω ότι η κατάρτιση συμβάσεων δικαιόχρησης που δε συνοδεύεται από την απαραίτητη γνώση των θεμάτων που σχετίζονται με την τεχνογνωσία ενέχει κινδύνους για την ισχύ τους και διακινδυνεύει το θεμέλιο της ύπαρξής τους. Για το λόγο αυτό εφιστάται η προσοχή τόσο των υποψηφίων Δικαιοπαρόχων όσο και των υποψηφίων Δικαιοδόχων, οι οποίοι πρέπει να εξετάζουν πάντοτε εάν το franchise που έχουν επιλέξει βασίζεται σε εμπιστευτικής, ουσιαστικής σημασίας και προσδιορισμένης τεχνογνωσίας, αφού αυτή, συνήθως, αποτελεί εγγυητή μιας επιτυχημένης επιχειρηματικής προσπάθειας.